- φυγοπονώ
- φυγοπονῶ, -έω, ΝΜΑ [φυγόπονος]είμαι φυγόπονος, τεμπελιάζω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φυγοπονώ — φυγοπόνησα, αμτβ., είμαι φυγόπονος (βλ. λ.), βαριέμαι, ακαματεύω, τεμπελιάζω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)